Σπύρο Σουλιώτης


Ο Σπύρος Σουλιώτης (Κορυτσά 7 Σεπτεμβρίου 1924 – Κορυτσά 24 Δεκεμβρίου 2011) ήταν Αλβανός τραγουδιστής ελληνικής καταγωγής.


Η έναρξη της καλλιτεχνικής πορείας


Τα πρώτα μουσικά του ερεθίσματα τα πήρε τόσο από τον πατέρα του Χρήστο που έπαιξε το ακορντεόν, όσο και από τον παππού του Λουκά, που τον έπαιρνε από ηλικία 7 ετών να ψάλει στον ορθόδοξο ναό Προφήτη Ηλία Κορυτσάς. Η μητέρα του Παρασκευή Σταυροπούλου με καταγωγή από την Φλώρινα τον έμαθε από πολύ μικρή ηλικία την ελληνική γλώσσα και ως εκ τούτου δεκάδες ελληνικά τραγούδια. Στην ηλικία των 12 ετών ο ίδιος ήρθε για πρώτη φορά σε επαφή με το ευρύ κοινό καθώς τραγούδησε σε μια ανοιχτή συναυλία που διοργάνωσε ο πασίγνωστος συνθέτης της Αλβανίας, Κρίστο Κόνο. Ο Σουλιώτης, ανακαλύφθηκε εντελώς τυχαία από τον Κόνο, όταν εκείνος αναζητούσε νέα ταλέντα για την καλλιτεχνική ομάδα του γυμνασίου της Κορυτσάς το 1936. Από τη στιγμή της τυχαίας ανακάλυψής του ως εξαιρετικού ταλέντου, ο Κόνο του εμπιστεύτηκε μερικά από τα τραγούδια του και ο Σουλιώτης άρχισε να γίνεται γνωστός στους καλλιτεχνικούς κύκλους της πόλης. Σημαντική όμως υπήρξε η γνωριμία του με τον Πέτρο Παπακρήστο, τον «πατέρα» των σατυρικών τραγουδιών και των Καντάδων της Κορυτσάς, ο οποίος τον προώθησε στις ζωντανές εκπομπές του Radio Korça (Ράδιο Κορυτσά) σηματοδοτώντας έτσι την αρχή της καλλιτεχνικής του καριέρας. Μετά τις «ραδιοφωνικές συναυλίες» έγινε πασίγνωστος στο ευρύ κοινό, ενώ δεκάδες πολίτες συγκεντρώνονταν στην κεντρική λεωφόρο της πόλης, περιμένοντας το κεντρικό ηχείο του δήμου που ήταν τοποθετημένο σε έναν ηλεκτρικό στύλο να αναμεταδίδει ζωντανά τα τραγούδια του.


Αντιφασιστικός πόλεμος και παρανομία


Κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκόσμιού Πολέμου συμμετείχε στις αντάρτικες ομάδες της Κορυτσάς και ενεργοποιήθηκε σε διάφορες επιχειρήσεις κατά των Ιταλών και Γερμανών κατακτητών. Το 1942 συμμετείχε στην επιχείρηση «καταστροφής δυναμίτη», παίζοντας πρωταγωνιστικό ρόλο στην αντάρτικη μονάδα του Çiflig (Τσιφλίκ). Το 1943 τραγουδούσε ως σολίστ με τους αντάρτες της πόλης στα βουνά και στα χωριά απ’ όπου περνούσαν οι διμοιρίες, ενώ λίγο αργότερα πρωταγωνίστησε στο μελόδραμα "Vllavrasja"(αδελφοκτονία), όπου έπαιξε το ρόλο του χωροφύλακα μαζί με τους γνωστούς ηθοποιούς της Αλβανίας Αλέκο Κόλετς και Μιχαλάκη Λέσνια (Aleko Kolec, Mihallaq Leshnja.) Αυτό το μελόδραμα παιζόταν παράνομα σε διαφορετικά αγωνιστικά σπίτια στην κατακτημένη Κορυτσάς, ενώ αργότερα περιόδευσε και σε ορισμένα χωριά. Μετά την απελευθέρωση, παίχτηκε επίσης και στον κινηματογράφο Morava. Το 1944 κι αφού ήδη είχε βγει στην παρανομία, συναντήθηκε κρυφά με τον Κρίστο Κόνο ο οποίος του εμπιστεύθηκε τον «Ύμνο του Αλβανού Παρτιζάνου» (ένα πασίγνωστο εμβατήριο στην Αλβανία μέχρι τις μέρες μας) ώστε να το μεταφέρει και να το μάθει στους αντάρτες της δεύτερης Ταξιαρχίας του Α.Ε.Σ. (ΑΛΒΑΝΙΚΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΥ) στο χωριό Δάρδα δίπλα από την Μεθόριο. Αμέσως μετά προσχώρησε στις τάξεις του Ε.Α.Μ.Α. (ΕΘΝΙΚΟΥ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΜΕΤΩΠΟ ΑΛΒΑΝΙΑΣ) και στο Α.Ε.A.Σ. (ΑΝΤΙΦΑΣΙΣΤΙΚΟ ΕΘΝΙΚΟ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ) όπου κι έγινε ένας από τους πρώτους σολίστ της Αντιφασιστικής Χορωδίας στο χωριό Λάβνταρ. Η απογείωση της καριέρας του Μετά την απελευθέρωση της χώρας, συμμετείχε στη Χορωδία Νέων με επικεφαλής τον μαέστρο Μίστο Νούκε (Misto Nuke), αλλά σύντομα έφυγε για το Στρατιωτικό Ανσάμπλ όπου τραγούδησε ως δεύτερος τενόρος μέχρι το 1948 με τους Gaqo Avrazι. Ibrahim Tukici και Avni Mula. Στις αρχές του 1949 κι αφού επέστρεψε από το στρατό, ήδη από τις πρώτες μέρες της αστικής του ζωής, δραστηριοποιήθηκε σε διάφορες δραστηριότητες της Λέσχης Πολιτισμού της Κορυτσάς και δραστηριοποιείται στην εκκλησιαστική χορωδία με επικεφαλής τον καθηγητή Μιχαήλ Τσίκο (Mihal Çiko), ενώ ταυτόχρονα γίνεται μέλος της Ερασιτεχνικής Ομάδας Ραδιοφώνου της Κορυτσάς. Την συγκεκριμένη χρονική περίοδο ηχογραφεί δεκάδες αντάρτικα και ελαφρά αλβανικά τραγούδια καθώς επίσης πραγματοποιεί σειρά σε διάφορες πόλεις και χωριά της Αλβανίας. Μετά την εξαιρετική επιτυχία του, γίνετε ιδρυτικό μέλος της ομάδας σολίστ της Αλβανικής Ραδιοφωνίας, μαζί με τις Αννίτα Τάκε, Καίτη Τσίτσου και Παυλίνα Νίκαϊ (Anita Take, Keti Cico, Pavlina Nikaj). Ηχογραφεί δεκάδες τραγούδια νέου κύματος ελαφράς αλβανικής μουσικής και ερμηνεύει τραγούδια όλων των εν ζωή Αλβανών δημιουργών όπως Κρίστο Κόνο, Γκάκο Αβράζη, Λεονάρντ Ντέντα, Νικόλα Ζοράκη, Μουχαρέμ Τζεντίκου, Αβνί Μούλα, Βαθ Τσάνγκου, Αμπντουλά Γκρίμτσι, Γκάκο Γιοργαντζή, Παύλο Σόλα, Θόαν Νέσι κτλ. (Kristo Konos, Gaqo Avrazi, Leonard Deda, Nikola Zoraqi, Muharrem Xhediku, Avni Mulës, Vath Çangu, Abdulla Grimci, Gaqo Jorganxhiu, Pavlo Sholla, Thoan Nesi) κ.λπ.


Ο Σουλιώτης, φτασμένος τραγουδιστής πλέον στο εσωτερικό της Αλβανίας συμμετέχει στις πρώτες συναυλίες στο εξωτερικό, όπως την ΕΣΣΔ, την Ρουμανία, την Βουλγαρία, την Ουγγαρία, την Πολωνία, την Τσεχοσλοβακία και τη Γιουγκοσλαβία. Το 1951 τιμήθηκε με πιστοποιητικό τιμής ως έφεδρος διοικητής της εθελοντικής ταξιαρχίας. Εν τω μεταξύ, τρία χρόνια αργότερα (το 1954) με την ευκαιρία της 10ης επετείου από την απελευθέρωση της Αλβανίας, το Κέντρο Πολιτισμού της Κορυτσάς θα ανεβάσει την πρώτη αλβανική οπερέτα "ΑΓΚΙΜΙ"; με τα ηχηρότερα ονόματα της χώρας. (Μουσική του Κρίστο Κόνο. Σενάριο του Κόλε Γιακόβα (Kole Jakova), Σκηνοθεσία: Σωκράτη Μίου, (Socrat Mio) Καλλιτεχνικό διευθυντή τον Μιχαήλ Τσίκο (Mihal Çikos) και σκηνογραφία του Ευάγγελου Μίο, (Vangjush Mios), Τραγουδιστές όπως: Μαρίκα Μπαλιάση (Marika Balashi) και Λευκοθέα Κάνε ( Lefkothe ​​Kane), και τους γνωστούς ηθοποιούς Δήμητρα Μέλε (Dhimitra Mele), Πάντι Ροΐδη ( Pandi Raidhi,) Αλέκο Σκάλι κτλ. Ο Σουλιώτης έπαιξε τον πρωταγωνιστικό ρόλο του "Σοκόλ", γνωρίζοντας μεγάλη επιτυχία. Η οπερέτα "Αγκίμι" παίχτηκε 107 φορές σε όλη τη χώρα για τους πολίτες και μια φορά για τον δικτάτορα Ενβέρ Χότζα και την Κεντρική Επιτροπή του Κόμματος Εργασίας Αλβανίας. Η επιτυχία του Πίρο τον έβαλε στην πρώτη γραμμή της καλλιτεχνικής αντιπροσωπείας που υποδέχτηκε τον Σοβιετικό ηγέτη Νικήτα Χρουστσόφ στην Αλβανία κατά την ιστορική του επίσκεψη στη χώρα τον Μάιο του 1959. Κατά την ίδια χρονική περίοδο συμμετείχε σε διάφορες οπερέτες ως πρωταγωνιστής με κυριότερες τις "Μαζί η ζωή θα μοιάζει τραγούδι"; και "Η Χρυσή Κοιλάδα"; κτλ. Το 1960, μαζί με τον Ήλο Έβρο (Ilo Evron), δημιούργησαν τη χορωδία Partizan της Κορυτσάς. Εν τω μεταξύ, κατά τη διάρκεια των ετών 1960- 1970 στην Αλβανία, πραγματοποιήθηκαν ραδιοτηλεοπτικά φεστιβάλ τραγουδιού, στα οποία συμμετείχε ανελλιπώς κατακτώντας πάντα πρώτα και δεύτερα βραβεία. Μάλιστα, σ’ ένα από τα φεστιβάλ που έλαβαν χώρα, ο Πίρο έχασε το πρώτο βραβείο, κατατάσσοντας τον δεύτερο, από τον γιο του Γκιέργκι Σουλιώτη, ο οποίος μόλις είχε κάνει το ντεμπούτο του στην μουσική σκηνή. Το 1968 έγινε μέλος της Εθνικής Χορωδίας της Εργατικής Τάξης, συμμετέχοντας στις παραστάσεις του Καλλιτεχνικού Ανσάμπλ των Τιράνων στη Δημοκρατία της Κίνας μαζί με τους Μουσταφά Γκερκάλιου, Αβνί Μουλά, Βάτσε Ζέλα, Μεντόρ Τζεμαλί κτλ. προς τιμή του Μάο Τσε Τουνγκ, ο οποίος παρακολούθησε ζωντανά την κεντρική συναυλία στο Πεκίνο. Ένα χρόνο αργότερα, ο Σουλιώτης διακρίνεται για τη συμμετοχή του στο Εθνικό Φεστιβάλ Φολκλόρ Θιάσων στην Αυλώνα Αλβανίας και λαμβάνει ειδικό τιμητικό τίτλο για το πολιτιστικό του έργο από την Εθνική Επιτροπή Πολιτισμού και Τεχνών της Αλβανίας (Υπουργείο Πολιτισμού). Η Στροφή της καριέρας του, η ρήξη με το καθεστώς και η «Χορωδία Λύρα» Η καλλιτεχνική καριέρα του Σπύρου Σουλιώτη ως σολίστ είδε μια καμπή στα μέσα της δεκαετίας του 1970, όταν οι καντάδες της Κορυτσάς και τα ελαφρά λαϊκά τραγούδια της Αλβανίας επικρίθηκαν από την ηγεσία του καθεστώτος στα πλαίσια της Ιδεολογικής και Πολιτισμικής Επανάστασης που κήρυξε το κόμμα, με αποτέλεσμα δεκάδες καλλιτέχνες να εκτελεστούν ή να φυλακιστούν. Στα πλαίσια λοιπόν αυτής της ιδιότυπης επανάστασης, απαγορεύτηκαν εντελώς τα περισσότερα ήδη μουσικής και αντικαταστάθηκαν από τα πολιτικοποιημένα τραγούδια του κόμματος που επιβλήθηκαν από το πολιτικό καθεστώς.


Ο Σπύρο, παρόλο που βραβεύτηκε το 1970 με το μετάλλιο «Ναίμ Φράσερι Ά Τάξης» (Naim Frashëri Medal I), άρχισε να απομονώνεται ολοένα και περισσότερο από την εθνική σκηνή της Αλβανίας, με μικρές δραστηριότητες στη Κορυτσά. Εκεί αποφάσισε μαζί με τους παλιούς του φίλους Τόλη Αδάμη, Τόντι Σαράτσι, Λάζι Τίκο και Φόρη Τερπίνι, την ανασύνταξη της αρχαιότερης Αλβανικής Χορωδίας που έδρευε στην Κορυτσά, της Λύρας "Lyra" (Βραβευμένη σε πολλές χώρες του εξωτερικού και στην Ελλάδα, ενώ στην Αλβανία έχει λάβει την ανώτερη διάκριση: Τιμή του έθνους). Ο αρχηγός της χορωδίας, Κώστας Οσμανλής (Kostaq Osmanlli) έθεσε αμέσως τον Σπύρο ως σολίστ και του έδωσε να εκτελέσει δεκάδες παλιά τραγούδια της Κορυτσάς που είχαν ξεχαστεί. Οι επανεκτελέσεις γνώρισαν μεγάλη επιτυχία, αλλά απασχόλησαν σοβαρά τον τότε περιφερειακό γραμματέα του κόμματος που ήρθε σε πλήρη ρήξη με τον Σουλιώτη. Μετά το 1974 το καθεστώς τον υποβιβάζει σε απλό επαρχιακό τραγουδιστή και τον περιορίζει αυστηρά μόνο στην πόλη της Κορυτσάς. Το 1978, μετά την αποτυχία της Ιδεολογικής και Πολιτισμικής Επανάστασης το Καθεστώς αλλάζει εκ νέου πολιτική και τον επαναφέρει ως ερασιτέχνη σολίστ, πάντα μέσα στις τάξεις της χορωδίας Λύρα, όχι αυτόνομα. Τον ίδιο χρόνο, τιμήθηκε με το «Τάγμα της Εργατικής Τάξης, Τρίτου Βαθμού» κι ένα χρόνο μετά τιμήθηκε με το «Μετάλλιο για την καλή εξυπηρέτηση των ανθρώπων, Δεύτερης Τάξης ». Στη δεκαετία του 1980 και πάντα κάτω από τη σκέπη της Χορωδίας "Λύρα", ερμήνευσε μετά από πολλά χρόνια ξανά λυρικά και σατιρικά τραγούδια. Το 1981 έλαβε το «Έμβλημα της 40ης επετείου του Α.Ε.A.Σ », ενώ το 1982 τιμήθηκε με έμβλημα από τις «Επαγγελματικές Ενώσεις», το 1984 έλαβε το «Τάγμα για καλή εξυπηρέτηση των ανθρώπων της Δεύτερης Τάξης», το 1985 έλαβε το Καλλιτεχνικό Τάγμα Naim Frashëri της Δεύτερης Τάξης" Και τέλος μετά την πτώση του καθεστώτος του απονεμήθηκε από τον τότε Προέδρο της Δημοκρατίας ο ανώτερος τίτλος "Άξιος Καλλιτέχνης ".


Η πτώση του καθεστώτος, το γήρας και οι συναυλίες στο εξωτερικό


Οι πολιτικές αλλαγές στη χώρα μετά την πτώση του καθεστώτος, φέρνουν εκ νέου στο προσκήνιο την χορωδία Λύρα. Οι προτάσεις από το εξωτερικό στην Λύρα έπεφταν βροχή και πραγματοποιήθηκαν αρκετές συναυλίες σε Ελλάδα, Ρουμανία κτλ. Που με την σειρά τους πυροδότησαν την περιέργεια των νέων μουσικών για τις μουσικές ρίζες της καντάδας και της τοπικής αστικής μουσικής της Κορυτσάς, ανακαλύπτοντας εκ νέου τον «ξεχασμένο» από το 1985, Σπύρο Σουλιώτη. Ο Σουλιώτης, επιστρέφει δυναμικά στην κεντρική αλβανική σκηνή το 1991 με μια σειρά από συναυλίες, ενώ παράλληλα ασχολείται και ως σολίστ στην Χορωδία Λύρα με νέες συναυλίες σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Ρουμανία, η Βουλγαρία, η Κύπρος, η Βόρεια Μακεδονία, η Κροατία, το Κοσσυφοπέδιο και η Τουρκία. Η επανεμφάνιση του όμως θα διαρκέσει πολύ λίγο, καθώς το 1991 σύσσωμη η οικογένεια Σουλιώτη εγκαταλείπει την Αλβανία και εγκαθίσταται μόνιμα στη Φλώρινα. Εκείνη την χρονική περίοδο, ο ίδιος ταξίδευε σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη εκπληρώνοντας το όνειρο που είχε, να τραγουδήσει σε ελληνικά νυχτερινά κέντρα. Το 1994, επιστρέφει στην Κορυτσά και παρά την προχωρημένη του ηλικία, μαζί με νεαρούς τραγουδιστές φτιάχνουν μουσικά σχήματα και εγκαινιάζουν τα πρώτα νυχτερινά αλβανικά

κέντρα.


Το 1995, πραγματοποίησε εκ νέου πολλές συναυλίες, άλλοτε ως σολίστ και άλλοτε ως μέλος της Λύρα. Το 1996 ηχογράφησε μερικά λαϊκά ελληνικά τραγούδια, πραγματοποιώντας ένα ακόμη όνειρο του. Το 1997 κανονίζει να ταξιδέψει στις ΗΠΑ, μετά από πρόταση που του έγινε από μουσικολόγους του Πανεπιστημίου της Βοστώνης για τα γυρίσματα ενός ντοκιμαντέρ που αφορούσε την τοπική μουσική και μιας συναυλίας που οργάνωναν οι σύλλογοι της Αλβανικής Διασποράς, που όμως δυστυχώς δεν κατάφερε να πραγματοποιήσει λόγω καρδιακής προσβολής που υπέστη σε συναυλία στην Ρουμανία. Το 1998 μετακομίζει στη Θεσσαλονίκη όπου θα υποβληθεί σε εγχείρηση by pass από τον καρδιολόγο Παναγιώτη Σπύρου. Στα έτη 1999-2001 θα επανεμφανιστεί ξανά στη αλβανική σκηνή τιμητικά σε κάποια τηλεοπτικά σόου, στα οποία θα τραγουδήσει με μεγάλη επιτυχία ως ο παλαιότερος κανταδόρος της χώρας.


Το 2001 πραγματοποίησε τις τελευταίες του συναυλίες ως σολίστ με τα παιδιά του Gjergj και Zhani Sulioti στο εσωτερικό και στο εξωτερικό, ενώ δεν θα διστάσει να γυρίσει και 5 νέα βιντεοκλίπ. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο Σπύρος μετά την επαναλειτουργία των εκκλησιαστικών ιδρυμάτων της χώρας το 1991, κατόπιν παρότρυνσης του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστάσιου, ανέλαβε ψάλτης στην εκκλησιαστική χορωδία του Ναού του Προφήτη Ηλία, απ΄ εκεί που άρχισε την πορεία του ουσιαστικά. Το 2004 τιμήθηκε με το «Μετάλλιο για την Απελευθέρωση της Αλβανίας», ενώ το 2008, όντας ο αρχαιότερος σολίστ της Λύρας, αποχώρησε από την χορωδία, παραδίδοντας την θέση του στον γιό του και γνωστό τενόρο της Αλβανίας Γκιέργκι Σουλιώτη. Σύμφωνα με Αλβανούς μουσικολόγους μια από τις σημαντικότερες συνεισφορές που έδωσε στον πολιτισμό της Αλβανίας, ήταν οι σκληρές μάχες με τις εκάστοτε ηγεσίες που ‘ήθελαν την διάλυση της αρχαιότερης χορωδίας «Λύρα», τόσο κατά τα έτη 1968-1969, όσο και κατά τα πρώτα χρόνια του πλουραλισμού. Έφυγε από την ζωή στις 24 Δεκεμβρίου του 2011 στην πόλη της Κορυτσάς, ξεχασμένος από τους αρμόδιους φορείς της Αλβανίας και κατόπιν επιθυμίας του αρνήθηκε να ταφεί δημοσία δαπάνη.


Ο Σπύρος Σουλιώτης γεννήθηκε στην Κορυτσά σε μια φτωχική οικογένεια της εργατικής τάξης. Ο πατέρας του, Χρηστάκης ήταν μαραγκός και έπαιζε φυσαρμόνικα, ενώ η μητέρα του Παρασκευή Σταυροπούλου, με καταγωγή από την Φλώρινα, του μιλούσε ελληνικά από νηπιακή ηλικία, ενώ δεν παρέλειπε να τον νανουρίζει με δημοτικά τραγούδια. Ο Σπύρος δίγλωσσος εκ γενετής, τραγουδούσε με ευκολία και στις δυο γλώσσες, ενώ παράλληλα έψαλε με τον παππού του στην Εκκλησία του Προφήτη Ηλία από την ηλικία των 7 ετών. Ως το μεγαλύτερο παιδί της οικογένειας και για οικονομικούς λόγους, σε ηλικία 14 ετών άρχισε να εργάζεται ως βοηθός στο κατάστημα Samsuri Brotherhood, απ’ όπου έφυγε κρυφά για να τραγουδάει σε γάμους λαϊκά τραγούδια, που θα σηματοδοτούσαν τα πρώτα του βήματα στον χώρο της μουσικής. Αργότερα σε ηλικία 17 ετών άρχισε να τραγουδά καντάδες με τους συνομηλίκους στα καντούνια της Κορυτσάς, ενώ δεν παρέλειψε ν’ ανέβει ως επαγγελματίας στο πάλκο λίγο πριν τον πόλεμο. Το 1947 κατά την διάρκεια των προβών για το έργο "Stinginess" στο θέατρο της Κορυτσάς γνωρίστηκε με την ερασιτέχνη ηθοποιό Μαίρη Κυριντζή, με την οποία παντρεύτηκαν και έμειναν μαζί μέχρι το τέλος. Παιδιά τους είναι: ο γνωστός τενόρος Gjergj Sulioti, η σοπράνο και καθηγήτρια μουσικής Zhani Sulioti και η εικαστικός Alma Sulioti.